υδροχρωματισμός

υδροχρωματισμός
ο
η επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2, 3).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροχρωματισμός — ο, Ν [υδροχρωματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδροχρωματίζω 2. επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα για προστασία της αντίστοιχης επιφάνειας από την υγρασία αλλά και για αισθητικούς λόγους …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωμάτιση — η, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωμάτισμα — το, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός …   Dictionary of Greek

  • υδροχρωμάτισμα — το, ατος υδροχρωματισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”